- θεοτείχης
- θεο-τείχης, ες,A walled by gods, of Troy, Epigr. ap. Certamen 311.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοτείχης — θεοτείχης, ες (Α) (για την Τροία) αυτή τής οποίας τα τείχη έχουν κτιστεί από θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τειχής (< τείχος), πρβλ. επτα τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
θεοτειχέα — θεοτειχής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεοτειχής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτείχεα — θεοτείχης walled by gods neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεοτείχης walled by gods masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek